- εὐναία
- εὐναίᾱ , εὐναῖοςin one's bedfem nom/voc/acc dualεὐναίᾱ , εὐναῖοςin one's bedfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐναίᾳ — εὐναίᾱͅ , εὐναῖος in one s bed fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐναῖα — εὐναῖος in one s bed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐναίας — εὐναίᾱς , εὐναῖος in one s bed fem acc pl εὐναίᾱς , εὐναῖος in one s bed fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐναίαν — εὐναίᾱν , εὐναῖος in one s bed fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευναίος — εὐναῑος, ία, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι ή στη φωλιά του (α. «εὐναῑος [λαγώς]» λαγός που είναι κρυμμένος, τρυπωμένος στη φωλιά του, Ξεν. β. «εὐναῑα [ἴχνη]» τα ίχνη που οδηγούν στη φωλιά, Ξεν.) 2. (κυρίως για το συζυγικό κρεβάτι, με… … Dictionary of Greek
γαληναίη — γαληναίη, η (επικ. τ.) (Α) η γαλήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαληναίος (πρβλ. αναγκαίη αναγκαίος, ευναία ευναίος)] … Dictionary of Greek